Η Αριστερά του Corbyn: η πολιτική της θέσης και η πολιτική της λογικής—Μέρος 1ο

Ακολουθεί το πρώτο από τα τρία μέρη μετάφρασης κειμένου. Επειδή το κείμενο άξιζε να μεταφραστεί αλλά δεν συμφωνούμε και με όλα, δες πρώτα εδώ.

του David Hirsh
 
Corbyn

Ο Jeremy Corbyn μιλά σε συγκέντρωση για τη Γάζα στο Λονδίνο, 2010. Credit: Maddy Cozins/Flickr

Σύνοψη

Αυτό το κείμενο αφορά την προτίμηση της σύγχρονης Αριστεράς να ορίζει τους αντιπάλους της δια του αποκλεισμού τους, αντί να προτιμά να τους φέρει προς το μέρος της. Οι αντίπαλοι ορίζονται ως εκτός της κοινότητας του καλού και του προοδευτικού. Έτσι, γίνονται “οι Άλλοι”, ανάξιοι να αντιμετωπιστούν με πολιτικά επιχειρήματα, λογική, και στοιχεία.

Η φράξια του Corbyn στο Labour Party προτάσσει μια ηθική απέχθειας για την ad hominem πολιτική, αλλά ταυτόχρονα ασχολείται επιμελώς με το να κατασκευάζει και να αστυνομεύει τα όρια του τι αποτελεί προοδευτικό διάλογο. Η άνοδος της φράξιας αυτής στην ηγεσία δείχνει τη δημοφιλία αυτής της πολιτικής κουλτουρας. (στΜ: και θα λέγαμε ότι είναι παράλληλη με τη Συριζοποίηση του Πασοκικού χώρου, και την Ανταρσυοποίηση των πρώην Συριζαίων.)

Ενόσο το ανήκειν σε ένα αντι-ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο ανέρχεται ως το βασικό συστατικό του προοδευτικού κινήματος, το μίσος προς το Ισραήλ αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της πολιτικής συμμετοχής στο εν λόγω στρατόπεδο. Σχετικά με αυτό θα εξετάσουμε τον Νόμο του Livingstone, έναν ρητορικό μηχανισμό που θέτει την αναγνώριση/ανάδειξη του αντισημιτισμού ως πιο ύποπτη και εγγενώς πιο προβληματική από το ίδιο το φαινόμενο του αντισημιτισμού. Υποδειγματικό υλικό μελέτης αποτελεί η αποβολή από το Πανεπιστημιακό Σωματείο University and College Union (UCU) οποιασδήποτε αντιτέθηκε στο μποϋκοτάζ του Ισραήλ.

Τα συμπεράσματα σχετίζονται με την κοινωνική κριτική που ασκήθηκε στο αυτόνομο λογικό υποκείμενο του Διαφωτισμού. Αυτή η κριτική μειώνει τη συνεισφορά της λογικής και της ανθρώπινης ευθύνης/πρακτορικότητας στην κοινωνική ζωή. Είναι μια εξέλιξη της έννοιας της “ψευδούς συνείδησης” η οποία βοηθά την κατάληξη σε μια κατάσταση που η Hannah Arendt (1975) ανέλυσε ως κεντρική για τα απολυταρχικά καθεστώτα: μια κουλτούρα που όλες οι διαφωνίες αντιμετωπίζονται ως “προερχόμενες από βαθειές φυσικές, κοινωνικές, ή ψυχολογικές πηγές, πέραν του ελέγχου του υποκειμένου και συνεπώς πέρα από τις δυνάμεις της λογικής”.

Μέρος 1ο: Ο Corbyn και η κοινότητα του καλού

Από την αρχή της καμπάνιας για την αρχηγία του Βρεττανικού Labour Party, μια απ’τις πιο χαρακτηριστικές θέσεις του Jeremy Corbyn ήταν: ‘Όχι προσωπικά’ (Hattenstone 2015).

Κατά την καμπάνια του, απάντησε σε μια ομιλία του σε κριτική από τον Tony Blair:

‘Αυτό που δεν είναι, και δεν θα γίνει, αυτή η καμπάνια, είναι προσωπικοί τσαμπουκάδες, ύβρεις, αμφισβήτηση του χαρακτήρα άλλων ανθρώπων, ή άλλων υποψηφίων. Πιστεύω ότι πολλοί άνθρωποι, ειδικά νέοι, ξενερώνουν απόλυτα από την πολιτική διασημότητα, προσωπικότητα, προσωπική διαμάχη, ύβρεις και τέτοια. Ας είμαστε ενήλικοι. Ας κάνουμε ένα σοβαρό ντημπέητ, σοβαρές συζητήσεις, με προτάσεις…’ (Hartley 2015).

Σε αυτό το άρθρο θα επιχειρηματολογήσω ότι αυτή η δήλωση του Jeremy Corbyn είναι όχι μόνο παραπλανητική, αλλά και ακριβώς το αντίθετο της πραγματικής πολιτικής του πρακτικής.

Στην πραγματικότητα η φράξια του Corbyn αποφεύγει εντελώς τον διάλογο σχετικά με ιδέες και πολιτικές. Αντιθέτως, ορίζει εξαρχής τον εαυτό της ως την “κοινότητα του καλού” και τοποθετεί τους ασκώντες κριτική και αντιπάλους της ως εκτός της κοινότητας. Δεν το κάνει συνειδητά, και αν της υποδειχτεί ότι το κάνει το αρνείται με θυμό. Αλλά, η “πολιτική της θέσης”, όπως την αποκαλώ, είναι ένα σημαντικό φαινόμενο, βαθειά ριζωμένο στη σύγχρονη Αριστερή πολιτική κουλτούρα. Η Hannah Arendt (1975) εξήγησε ότι ένα από τα ειδοποιή χαρακτηριστικά των αυταρχικών καθεστώτων είναι η απεικόνιση των πολιτικών διαφωνιών ‘ως αναμφισβήτητα προερχόμενες από βαθειές φυσικές, κοινωνικές, ή ψυχολογικές πηγές, πέραν του ελέγχου του υποκειμένου και συνεπώς πέρα από τις δυνάμεις της λογικής.’ Το πράττειν της Αριστεράς του Corbyn δεν είναι ακόμα απολυταρχικό, αλλά ούτε είναι κοντά στο να πλησιάσει σε ένα δημοκρατικό πεδίο διαλόγου, επιχειρηματολογίας, και στοιχειοθεσίας.

Ο μοναδικός αρχηγός του Labour που κέρδισε Γενικές Εκλογές (στΜ: αντίστοιχες των βουλευτικών) την εποχή της έγχρωμης τηλεόρασης είναι ο Tony Blair. Κέρδισε τρεις εκλογές. Είναι μισητός με πάθος και δηλητήριο πέραν κάθε πολιτικής διαφωνίας.

Η απόκρυφη προσβολή που πετιέται σε κάθε Αριστερό κριτικό του Corbyn στο Facebook είναι: ‘είσαι Tory’ (στΜ: Συντηρητικός/Δεξιός). Εξίσου εύκολα, ‘είσαι Σιωνιστής’ ή ‘υποστηρίζεις τον Blair’. Δηλαδή, προτιμάται η εξορία ενός κριτικού εκτός της κοινότητας του καλού και η τιμωρία τους για κακή πίστη, παρά η προσφορά λόγων γιατί κάποιος μπορεί να έχει κάνει λάθος σε κάποιο ζήτημα αρχής, πολιτικής, ή στοιχείων/δεδομένων.

Η αλήθεια είναι ότι ένας φυλετισμός υπάρχει σε οποιαδήποτε πολιτική οργάνωση—μια ζεστή συντροφικότητα για “εμάς” και ένας βαθμός ασέβειας για τους “άλλους”. Η πολιτική αφήγηση πάντα συνδέει ιδέες και πολιτικές με κοινότητες μέσω συναισθηματικών και διανοητικών δεσμών. Αλλά το φαινόμενο Corbyn θέτει ως πρωταρχική διαδικασία το διαχωρισμό των “μέσα” με τους “έξω”.

Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή έχουμε να κάνουμε τόσο με μια πολιτική ταυτοτήτων, όσο με ένα πρόγραμμα για τη διακυβέρνηση ή τη ριζοσπαστική αλλαγή. Αν το Labour δεν μπορεί να κερδίσει ούτε καν με τον Ed Miliband, και δεν ενδιαφέρεται να κερδίσει με έναν Tony Blair, τότε ίσως είναι έτοιμο να χάσει θαρραλέα και έντιμα με έναν Jeremy Corbyn.

Σε δημοσκόπηση σε μέλη του Labour κατά την εκλογή αρχηγού, ο Andy Turnham και η Yvette Cooper πήραν πιο ψηλά ποσοστά από τον Corbyn στην ερώτηση: ‘είναι πιθανό να κερδίσει τις Γενικές Εκλογές;’ αλλά ο Corbyn πήρε πιο ψηλό ποσοστό στην ερώτηση ‘θα έπρεπε να είναι αρχηγός;’ (Dahlgreen 2015). Σε μια άλλη δημοσκόπηση το να ‘ξέρει να κερδίζει εκλογές’ βρέθηκε ως ‘σημαντική ηγετική ικανότητα’ μόνο από 27 τοις εκατό των ψηφοφόρων στις κομματικές εκλογές για την ηγεσία (Kirkup 2015).

Υπάρχει ακόμα η έντονη και συναρπαστική φαντασίωση ότι ο Corbyn μπορεί να σαρώσει στην εξουσία με τον ριζοσπαστισμό του και τη “νέα πολιτική” του (στΜ: βλέπε Αλέξη, λολ): ότι θα ενθουσιάσει τις λαϊκές μάζες νέων ανθρώπων, θα τους πείσει, θα τους κάνει να πιστεύουν, θα επαναλάβει στη χώρα την απίθανη νίκη που πέτυχε στο κόμμα.

Αλλά ίσως πιο σημαντική είναι η εσωστρεφής “όχι στο όνομά μου” πολιτική που έχει παραιτηθεί της νίκης και της θετικής ελπίδας αλλαγής στον κόσμο. Η πολιτική του σοσιαλισμού, ενός θετικού δημιουργικού προτάγματος, έχει αντικατασταθεί από την πολιτική της αντίδρασης και του κραξίματος, μιας αρνητικής συμβολικής βεβαίωσης αθωότητας. Επίσης αποτελεί παλιμπαιδισμό, στο βαθμό που περιορίζεται μόνο σε μια ηθικοπλαστική και αναποτελεσματική αντιπολίτευση.

Η έντονη προσωπική ανταμοιβή αυτής της πολιτικής ταυτοτήτων είναι ένα συναίσθημα εσωτερικής καθαρότητας. Ο κόσμος μπορεί να έχει βολευτεί εντελώς και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό, αλλά δεν θα φταίω εγώ, η ψυχή μου θα είναι καθαρή. Υπ’αυτή την έννοια, ενώ η φράξια του Corbyn λέει ότι δεν ασχολείται με το προσωπικό, δεν ασχολείται ούτε καν με το πολιτικό.

Στην ίδια ομιλία με παραπάνω, οχτώ δευτερόλεπτα αφού ο Corbyn είπε ότι δεν του αρέσουν οι προσωπικές ύβρεις, ξεκινά κάποιες ύβρεις ο ίδιος. ‘Οι πλούσιοι’ και ‘οι ισχυροί’, λέει, ‘επωφελούνται τόσο από το πολιτικό μας σύστημα, που δεν τους νοιάζει αν τους βρίσεις, αρκεί να συνεχίσουν οι φοροελαφρύνσεις τους….’ Οι πλούσιοι και ισχυροί δεν ενδιαφέρονται για τις προσωπικές ύβρεις επειδή ενδιαφέρονται μόνο για τον εαυτό τους. Είναι ΟΚ να είσαι “προσωπικός” όταν ο στόχος είναι εκτός της κοινότητας του προοδευτικού και του καλού.

Ο Corbyn συνεχίζει λέγοντας ότι νοιώθει πως εκείνοι που “καταφεύγουν σε προσωπικές ύβρεις” είναι “μάλλον νευρικοί λόγω της ισχύος της δημοκρατίας”. Βρίσκει έναν άλλον τρόπο να αναφερθεί στην υποτιθέμενη αιτία αντί για το εν λόγω αντικείμενο συζήτησης.

Όταν ο Corbyn αμφισβητείται βάσει των πιστεύω του και του ιστορικού του, τείνει να απαντά χαρακτηρίζοντας την πολιτική αμφισβήτηση ως προσωπική επίθεση. Την αντιμετωπίζει ως παραβίαση της ιδιωτικότητας, αγενή, και άξεστη. Έτσι, πετυχαίνει τρία πράγματα. Παρουσιάζει τον εαυτό του ως το αθώο θύμα μιας άδικης επίθεσης, αποφεύγει να απαντήσει στην ουσία της αμφισβήτησης, και προωθεί τη διάκριση μεταξύ των καλών ανθρώπων που είναι με το μέρος του και των κακών που είναι εκτός του στρατοπέδου του. Ο Howard Jacobson γράφει:

Υπήρχε κάτι το ηθικοπλαστικό τύπου “μα πώς τολμάτε” στην έντονη και δραματική αντίδραση του Jeremy Corbyn στην κριτική για το πώς οι κακές παρέες του δείχνουν ποιος είναι. ‘Η ιδέα ότι είμαι κάποιο ρατσιστικό ή αντισημιτικό άτομο είναι αποκρουστική, αηδιαστική, και βαθειά προσβλητική,’ είπε (Jacobson 2015).

‘Χτυπάνε καμπανάκια όταν κάποιος πολιτικός μιλά υπεροπτικά για την τιμή του,’ παρατηρεί ο Jacobson. Όταν ο Jeremy λέει ότι δεν ασχολείται με προσωπικά εννοεί ότι δεν απαντά στην κριτική με τον συνηθισμένο τρόπο. Δεν απαντά με τη λογική ή με επιχειρήματα, απλά αρωείται να μιλήσει σοβαρά για θέσεις, ιδέες, ή την μέχρι τώρα πορεία του. Πιο πολύ ενδιαφέρεται να κάνει την κριτική να φαίνεται σαν προσωπική προσβολή παρά να προσπαθήσει να πείσει. Ότι ο ‘Jeremy δεν ασχολείται με προσωπικά’ δεν σημαίνει ότι σταματά να προσβάλει άλλους, σημαίνει ότι σταματά να απαντά σε αυτό που ορίζει ο ίδιος ως προσβολή.

Δεν είναι τυχαίο ότι το θέμα του αντισημιτισμού έχει γίνει κομβικό στο να ορίσει ποιος είναι μέσα και ποιος όχι. Στην περίοδο μετά τον 2ο ΠΠ, στους δημοκρατικούς διαλόγους τουλάχιστον, όλοι αναγνώριζαν τον αντισημιτισμό ως κακό και η αντίδραση κατά του αντισημιτισμού ήταν προαπαιτούμενο για την ένταξη στην προοδευτική πολιτική. Σήμερα, μόνο και μόνο να ξεκινήσει κανείς μια κουβέντα για το τι είναι αντισημιτικό και τι δεν είναι, και χτυπάνε καμπανάκια για τους τωρινούς προοδευτικούς. Ειδικότερα ακόμα, αν κάτι που ειπώθηκε ή έγινε σχετιζόταν με το Ισραήλ ή τους Παλαιστινίους και ρωτήσεις αν ήταν αντισημιτικό ή όχι, ρισκάρεις να σε αμφισβητήσουν ως μέλος της κοινότητας του καλού (στΜ: αυτά στην Αγγλία, γιατί στο ελλαδιστάν τσακώνονταν να δουν αν και καλά τα παίρνουμε απ’τη Μοσσάντ ή τον Ισραηλινό στρατό, για κείμενο το οποίο μιλούσε για τους Εβραίους της ελλάδας και δεν είχε καμμία σχέση με την Παλαιστίνη!).

Είναι δύσκολο να έχει κανείς έναν λογικό διάλογο με στοιχεία σχετικά με τον σύγχρονο αντισημιτισμό, αλλά είναι έυκολο να αναδείξει κανείς ότι το ζήτημα του αντισημιτισμού ως τέτοιο είναι δείκτης πολιτικής καθαρότητας. Στην εποχή μας, ένα άτομο που εγείρει το ζήτημα του αντισημιτισμού αναγνωρίζεται πιο εύκολα σαν μέλος του λάθος γκρουπ, παρά ως κάποιος/α που αντιμετώπισε/ζει πραγματικό αντισημιτισμό. Το να εγείρεις το ζήτημα θεωρείται υποστήριξη του Blair, των Tory ή Σιωνιστική παρέμβαση. Θεωρείται ότι γίνεται κακή τη πίστει για να αποσιωπήσει την κριτική στο Ισραήλ ή την Αριστερά. Αντιθέτως, ο ίδιος ο αντισημιτισμός δεν θεωρείται ως πρόβλημα όταν φαίνεται ως υποστηρικτικός προς τους Παλαιστινίους.

Σε ομιλία του στο συνέδριο του Conservative Party (στΜ: Συντηρητικό Κόμμα) τον Οκτώβρη του 2015, ο David Cameron άσκησε κριτική στον Jeremy Corbyn επειδή αποκάλεσε τραγωδία την δολοφονία του Osama Bin Laden. Ο Cameron συνέχισε, σε τόνους κομματικού συνεδρίου, λέγοντας, ‘Φίλοι μου, δεν μπορούμε να αφήσουμε αυτόν τον άνθρωπο να διασπείρει στην πολυαγαπημένη μας χώρα την ιδεολογία του που είναι φιλοτρομοκρατική, και κατά της ασφάλειας και της Βρεττανίας…’ (Wilkinson 2015).

Λοιπόν, ο Corbyn είναι υπέρ του μονομερούς πυρηνικού αφοπλισμού και έχει δηλώσει ότι ως πρωθυπουργός δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ πυρηνικά όπλα (Sparrow 2015). Κατά καιρούς έχει δηλώσει θερμή υποστήριξη για την ‘Ιρακινή αντίσταση’, τον IRA, τη Hamas και τη Hezbollah. Ο Corbyn ήταν πρόεδρος του ‘Stop the War’ (στΜ: καμπάνια του SWP, του αγγλικού ΣΕΚ) που είναι ρητά συλλήβδην υπέρ όποιου πολεμά εναντίον Βρεττανικών και Αμερικανικών δυνάμεων.

Σε εμφάνισή του στο Press TV, το προπαγανδιστικό αγγλόφωνο κανάλι του Ιρανικού κράτους, στο οποίο ο Corbyn μερικές φορές έκανε εκπομπή, είχε πει ότι η δολοφονία του Bin Laden ήταν τραγωδία. Το εν λόγω πρόγραμμα (video 1) ήταν σε εκπομπή της Yvonne Ridley, ηγετικού στελέχους του Respect Party του George Galloway (στΜ: σχετικά νέο κόμμα με “αριστερή” εμφάνιση και ξεκάθαρα ακροδεξιά ιδεολογία). Η Ridley θεωρεί ότι ‘το Ισραήλ είναι ένα δηλητηριώδες μικρό κράτος’ και βεβαιώνει ότι το Respect είναι ‘κόμμα ελεύθερο από Σιωνιστές’ ενώ τα μεγάλα κόμματα ‘βρίθουν Σιωνιστών’ (Das 2012).

Σε αυτή την εκπομπή ο Corbyn συμμετέχει σε έναν ζαλιστικό κατήφορο θεωριών συνομωσίας: ίσως ο Bin Laden δολοφονήθηκε πριν χρόνια. Η δολοφονία του ήταν ‘εξωδικαστική’ όπως του Adolf Eichmann από ‘το Σιωνιστικό κράτος’. Τα κεφάλια του Charles II και του Oliver Cromwell τα κάναν ‘περιφορά’, υπάρχει μια ‘μεσαιωνική θριαμβολογία’ γύρω από τον θάνατο του Bin Laden. Η δολοφονία του Bin Laden είναι μια ‘τραγωδία’ σαν την 11η Σεπτεμβρίου και σαν την επίθεση στο Αφγανιστάν. Επειδή δεν δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες του νεκρού Bin Laden’s ο Obama λέει ψέμματα για τον θάνατό του.

Ώστε πώς απάντησε ο Corbyn στις επιθέσεις του Cameron για την πυρηνική του μονομέρεια, την υποστήριξη για τρομοκράτες, την αντίδρασή του στη δολοφονία Bin Laden και την υποστήριξή του για εκείνους που επιτίθενται σε Βρεττανικές δυνάμεις; Ο Corbyn έχει απαντήσεις. Η πολιτική του παράδοση αντιλαμβάνεται ως μεγαλύτερες πληγές του πλανήτη τον Αμερικανικό, Βρεττανικό και Ισραηλινό ιμπεριαλισμό. Πιστεύει ότι όλες οι δυνάμεις που αντιτίθενται στον ιμπεριαλισμό, συμπεριλαμβανομένου του Ιρανικού κράτους και της Yvonne Ridley, των Ιρακινών Τζιχαντιστών, του Bin Laden, του IRA, της Hamas και της Hezbollah, είναι εξ ορισμού αμυντικές. Τις υποστηρίζει αρκεί να είναι ‘αντι-ιμπεριαλιστικές’, και αν είναι αντι-δημοκρατικές, τότε τις θεωρεί δημιουργήματα του ιμπεριαλισμού.

Αλλά ο Jeremy Corbyn δεν απάντξσε στον Cameron υπερασπίζοντας τις ιδέες του και τισ πεποιθήσεις του. Αντιθέτως, ένας εκπρόσωπος Τύπου είπε το εξής: ‘Το γεγονός ότι ο David Cameron χρησιμοποίησε τον λόγο του για να κάνει προσωπικές επιθέσεις εναντίον του Jeremy Corbyn δείχνει σίγουρα ότι έχει ενοχληθεί από την επανενεργοποίηση του Labour Party.’

Η επίσημη σελίδα του Corbyn στο Facebook χαρακτήρισε την ομιλία του Cameron ως ‘τις πιο αισχρείς ύβρεις’ και ‘προσωπικές επιθέσεις επιπέδου νηπιαγωγείου’. Συνέχισε λέγοντας:

Θα προσέξατε την ομοιότητα των δηλώσεων του πρωθυπουργού και των ταμπλόιντ, οι οποίες συκοφαντούσαν τον Jeremy Corbyn όλο το καλοκαίρι και μετά…. Τα κίνητρα είναι τα ίδια: να πνίξουν τον διάλογο και να κάνουν τα επιχειρήματά μας ταμπού (Dearden 2015).

Φαίνεται να υπάρχει μια συσχέτιση μεταξύ της υποστήριξης αυταρχικών ιδεών και κινημάτων απ’τη μια, και η υιοθέτηση αυταρχικών πρακτικών απ’την άλλη. Η Hannah Arendt (1975) έγραψε ότι ένα ειδοποιές χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών κινημάτων του 20ου αιώνα ήταν:

… η εισαγωγή εντελώς νέων μεθόδων στην πολιτική προπαγάνδα, και η αδιαφορία προς τα επιχειρήματα των πολιτικών αντιπάλων. Αυτά τα κινήματα όχι μόνο θέταν εαυτόν εκτός και εναντίον του κομματικού συστήματος στην ολότητά του, αλλά βρήκαν και μια λαϊκή βάση που δεν είχε ποτέ ακουμπηθεί και “διαφθαρεί” από το κομματικό σύστημα. Συνεπώς δεν χρειαζόταν να αμφισβητήσουν αντίθετα επιχειρήματα και συνεχώς προτιμούσαν μεθόδους που κατέληγαν στο θάνατο αντί της πειθούς, στη διασπορά τρόμου αντί πεποιθήσεων.

Προφανώς το φαινόμενο Corbyn δεν είναι προς το παρόν σωματικά βίαιο κίνημα, παρά την δι’αντιπροσώπου συγκίνηση που νοιώθει όταν συγχαίρει βίαια κινήματα στος διεθνείς του συμμαχίες. Παρόλ’αυτά επιχειρηματολογώ υπέρ της ιδέας ότι είναι κίνημα διαλεκτικής βίας με την έννοια ότι καταπιέζει οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Η περιγραφή της Arendt (1975) για την ολοκληρωτική προσέγγιση στο διάλογο και την αμφισβήτηση μοιάζει με τις εμπειρίες εκείνων απ’την Αριστερά και το Εργατικό κίνημα που τόλμησαν να αμφισβητήσουν τη φράξια του Jeremy Corbyn.

Οι αγώνες σχετικά με τα όρια του πολιτικού διαλόγου είναι συχνά πηγές σημαντικού πολιτικού ανταγωνισμού. Στη σύγχρονη Αριστερά, οι άνθρωποι και οι ιδέες όλο και περισσότερο βγαίνουν εκτός διαλόγου με τη διαλεκτική βία, παρά με λογικό διάλογο και επιχειρηματολογία. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνει αυτό εκτός απ’την αποφυγή λογοδοσίας. Δεν είναι το αποτέλεσμα διαλόγου που θέτει κάποιες πολιτικές εκτός της κοινότητας του καλού, αλλά η ίδια η τοποθέτηση επί κάποιου θέματος προκαταβάλλει τη συζήτηση. Απόντος του διαλόγου και των επιχειρημάτων, η διαδικασία ορισμού ατόμων ως ανήκοντες στους εκτός, παίρνει μονολιθικές και ουσιοκρατικές μορφές (στΜ: Καστοριαδικά μιλώντας θα λέγαμε ότι επικρατεί η έννοια του είναι ως είναι καθορισμένο, δηλαδή ότι σου βάζουν μια ταμπέλα και μετά είσαι αυτό και τέρμα, άσχετα αν η ταμπέλα είναι λάθος ή αποσπασματική). Γι αυτό και παρόλο που η σύχρονη Αριστερά έχει απολύτως ισχύοντες λόγους ώστε να ανησυχεί για τον αντισημιτισμό, αυτοί οι λόγοι δεν ακούγονται. Φιμώνονται από μια κοινή εικασία ότι όποια δίνει τέτοιους λόγους το κάνει κακή τη πίστει για να αποσιωπήσει την καταπίεση των Παλαιστινίων. Οι παλιοί ολοκληρωτικοί όριζαν ως εχθρούς τους ανθρώπους συγκεκριμένων κατηγοριών. Δεν ήταν άνθρωποι που είπαν αυτό ή το άλλο, ήταν άνθρωποι που ήταν κάτι ανεπιθύμητο. Αυτή η υποχώρηση από την πολιτική της επιχειρηματολογίας και του διαλόγου και η αντικατάστασή της με κάτι πιο απειλητικό είναι το θέμα αυτού του κειμένου. (Για περισσότερα σχετικά με τους αγώνες γύρω απ’τα όρια του πολιτικού διαλόγου και τον αντισημιτισμό, δες το Hirsh 2010).

 

Συνεχίζεται…

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *